- δυσεξαρίθμητος
- δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσεξαρίθμητον — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem acc sg δυσεξαρίθμητος hard to count neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξαριθμήτοις — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξαριθμήτων — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξαρίθμητα — δυσεξαρίθμητος hard to count neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξαρίθμητοι — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԺՈՒԱՐԱԹՈՒԵԼԻ — ( ) NBH 1 0617 Chronological Sequence: Unknown date Զոր դժուարին է թուել. δυσεξαρίθμητος *Սպասաւորական հոգիք ըստ իւրաքանչիւր կարգի բազմութիւն մեզ երեւի դժուարաթուելի. Բրս. երրորդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)